Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 6

ΜΕΡΟΣ 6

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εφ’ όσον η ανάλυση μας αυτή στην υπό τον άνω τίτλο ενότητα, πέρα από το νομικό επίπεδο, βρίσκεται και σε φιλοσοφικό επίπεδο σκέψης και προβληματισμού, δεν είναι επομένως δυνατόν να αγνοήσουμε ή να κάνουμε ότι παραβλέπουμε το σοβαρό θέμα/ερώτημα για την αξία και εφαρμοστικότητα των ξένης προέλευσης επικουρικών πηγών δικαίου, προς την δική μας νομική τάξη ήτοι

(1)του Εγγλέζικου «κοινοδικαίου» και

(2)των «αρχών της επιεικείας equity.

Ας τα δούμε λίγο αναλυτικά.

  • Εγγλέζικο «κοινοδικαίο».

Με την ακαδημαϊκή έννοια κοινοδίκαιο, (αν και κατά την δική μας άποψη, η έννοια της λέξης «κοινοδίκαιο» δεν περιλαμβάνει μόνο το Εγγλέζικο κοινοδίκαιο ως παραγόμενη ύλη μόνο στην Αγγλία αλλά και το παραγόμενο πέραν της Μάγχης υλικό ως καρποί δικαίου και θα εξηγήσουμε λίγο πιο κάτω) είναι η από αιώνων συγκεντρωμένη νομολογιακή ύλη η οποία πέραν του πρακτικού επιτακτικού/καθοδηγητικού της προορισμού λειτουργεί, ως σχολή νομικής σκέψης με εντελώς πρωταγωνιστικό ρόλο εντός της οικογένειας του Αγγλοσαξωνικού δικαίου.

Ορατό αποτέλεσμα της σχέσης αυτής το γεγονός ότι στην πορεία του λόγου και του χρόνου, το «κοινοδίκαιο» («κκομονλό») και το «Αγγλοσαξωνικό δίκαιο», με βάση την ροή της κοινής πρακτικής τους ωφελιμότητας, είναι συμπίπτουσες και ουσιαστικά ταυτόσημες έννοιες ως προς την ολική πραγματιστική τους αξία. Άρα όποια και να  χρησιμοποιήσουμε από τις δύο αυτές λέξεις καταλήγουμε στην ίδια έννοια.

Επιστημονικά  η λέξη «κοινοδίκαιο» εξετάζεται υπό δύο έννοιες εφαρμογής:

(α) στην ακαδημαϊκή θεωρία κοινοδίκαιο είναι οι κατά κωδικοποίηση (;) συγκεντρωμένες αρχές δικαίου και νομικοί κανόνες στην οικογένεια δικαίου των Αγγλοσαξώνων που προέκυψαν τόσο από παλιούς εθιμικούς κανόνες οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από τα δικαστήρια (γι’ αυτό λέγεται και εθιμικό) όσο μέσα από ανώτερες σε βαθμό αποφάσεις. Είναι με απλά λόγια ένα νομικό σύστημα νομολογιακό και μάλιστα από την νομική βιβλιογραφία καλείται και «δικαστηριακό δημιούργημα».

(β) στην πράξη κοινοδίκαιο είναι η ενέργεια και ο μεθοδολογικός βηματισμός του συστήματος, ο οποίος με την βοήθεια αναγωγικής έρευνας συλλέγει και επεξεργάζεται τους ήδη παραχθέντες (τότε-αόριστος) και τους (τώρα-στον ενεστώτα)  παραγόμενους αποφθεγματικούς (=γνώμη κύρους με λίγες λέξεις) καρπούς των ανωτέρου βαθμού δικαστικών αποφάσεων και στην πορεία με βάση την επαγωγική τακτική σκέψη τους αποταμιεύει στην δεξαμενή του μεγάλου κεφαλαίου που λέγεται εκ νομολογίας δεσμευτικά προηγούμενα, για χρήση από την δικαστική λειτουργία.

Η λέξη  «Αγγλοσαξωνικό» δίκαιο, προέρχεται από τον σύνθετο ονομαστικό όρο που συγκροτούν οι λέξεις «Άγγλος» +Σάξωνας», εξ ού η λέξη «Αγγλοσάξωνες» και «Αγγλοσαξωνικό».  Ως επιστημονική καταγραφή ξεκινά από τους ιστορικούς  συγγραφείς στην Ηπειρωτική Ευρώπη, από τα τέλη του 8ου μ.Χ. αιώνα, ως εθνική διάκριση των επί της Βρετανικής νήσου «νέων» άνω του ποταμού Τάμεση Σαξώνων, από τους «παλαιούς» Σάξωνες της Γερμανίας.

Επομένως απλά ομιλούντες μέσα στις λέξεις Αγγλοσαξωνικό δίκαιο εμπερικλείεται όλο το ιστορικοκοινωνικονομικό φάσμα και όλη την φιλοσοφική σκέψη της νομικής σχολής της οικογένειας δικαίου η οποία είναι ταγμένη εντός των γεωγραφικών ορίων της επικράτειας της Αγγλοσαξωνίας (Βρετανική νήσος άνω του Τάμεση) αυτής δηλαδή των «νέων» Σαξώνων  της Αγγλίας.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Το Κοινοδίκαιο/Αγγλοσαξωνικό δίκαιο ως φιλοσοφική σχολή νομικής σκέψης και συγκροτώντας την μια από τις δύο ανά το παγκόσμιο οικογένειες δικαίου (με το Ηπειρωτικό δίκαιο) πλέον η διάσταση του δεν είναι τοπικής αξίας, ούτε και τοπικής καλυπτικής σημασίας δηλαδή δεν τελεί απόλυτης Εγγλέζικης ιδιοκτησίας, διότι απλά είναι ιδέα. Και οι ιδέες (εν γένει) δεν ανήκουν σ’ αυτόν που τις επινόησε: ανήκουν στην κοινωνία, ανήκουν στην ανθρωπότητα, ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους, όπως το πύρ του Προμηθέα. 

Επομένως εφ’ όσον η ιδέα αυτή έγινε εξαγωγή ένεκα της αποικιοκρατικής κατοχής (ειδικά μετά και την κατά θάλασσα εξουδετέρωση των Γαλλοϊσπανών το 1805μ.Χ. από τον Οράτιο Νέλσωνα στο Τραφάλκαρ και πλέον άνοιξε ο δρόμος, δηλαδή οι θάλασσες, και έτσι η αποικιοκρατική κατοχή επεβλήθη σχεδόν εφ’ όλου του πλανήτη) και στις πάμπολλες καταληφθείσες χώρες οι οποίες καθ’ ημάς υποτιμητικά και προσβλητικά προς τους λαούς τους σήμερα τελούν λέει ως χώρες μέλη της παρέας της σημερινής κοινοπολιτείας-Commonwelth (και γιατί δηλαδή οι πρώην σκλάβοι των Εγγλέζων να αποτελούν κοινή ομάδα/θεσμική οντότητα και γιατί εντάχτηκαν στην παρέα αυτή με επίτιμο αρχηγό τους τον πρώην κατακτητή, άραγε για να θυμούνται τί πέρασαν;) στις οποίες και επικρατεί ακόμη το «κκόμονλό» και εφ’όσον αυτές οι χώρες «δουλεύουν» το σύστημα αυτό, άρα δραστηριοποιούμενες στην δικαϊική αυτή οικογένεια, κατά προέκταση τότε ακαδημαϊκά παράγουν και αυτές «κοινοδίκαιο» ως ο επιστημονικός καρπός, πέραν των θαλασσίων συνόρων της Μάγχης.

        (2)  Αρχές της επιεικείας equity.

Η επιείκεια είναι εξ «Ηθικών Νικομαχείων» ως γνήσιο παιδί, τεράστια φιλοσοφικονομική ιδέατου Αριστοτέλη και επομένως αφού είναι ιδέα, δεν είναι κτήμα κανενός και αυστηρά ομιλούντες ούτε και του Αριστοτέλη, ούτε  και του Ελληνισμού,αλλά κτήμα της δικαιοσύνης ανήκοντας σε όλη την ανθρωπότητα.

Επομένως ας μην σκεφτεί κανένας ότι η επιείκεια ως νομικός όρος είναι ιδέα σύλληψης του «κκόμονλο» και προπάντων νομικός, διότι θα αποκαλυφθεί ότι δεν διάβασε τα Ηθικά  Νικομάχεια.

Επιείκεια ΔΕΝείναι η ηπιότητα, ή η χαλαρότητα, ή η κατά χάρη κρίση του δικαστού,  όπως ακόμη και οι δικηγόροι μπορεί να νομίζουν. Όμως επειδή στην ροή του δικαίου η επιείκεια πάντοτε επικαλείτο εκεί που «εσύφφερε» δηλαδή προς το ηπιότερο,  λανθασμένα ταυτίστηκε εννοιολογικά με το λιγότερο αυστηρό/χαλαρότερο, όμως όπως θα δούμε παρακάτω η πραγματική Αριστοτέλεια επιείκεια δυνατόν να  επιβάλει και βαρύτερες/υψηλότερες/προς τα άνω ποινές αν αυτό το επιβάλλει το «εικός (το εύλογο). 

Επιείκεια είναι ηθική, ανθρώπινη και νομική έννοια, χίλιες φορές ανώτερη σε μέγεθος και από την χαλαρότητα και από την ηπιότητα και από την τρέχουσα κλασσική όμως απολύτως λανθασμένη για τις περιστάσεις λέξη «επιείκεια».

«Ηττω υπό δικαίου» έλεγε ο Αριστοτέλης = να ηττάσαι από το δίκαιο.

Εμείς οι απλοί άνθρωποι ασφαλώς και δεν έχουμε το ανάστημα ενός Αριστοτέλη όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε, να αναλύουμε και να διδασκόμεθα μέσα από την Αριστοτέλεια φιλοσοφική σκέψη.

Η ερμηνεία επομένως την οποία δίδουμε(με βάση την Αριστοτέλεια ανωτέρω ρήση) για τον ορισμό της επιείκειας είναι η ακόλουθη:

Επιείκεια σημαίνει «να ηττάσαι από το δίκαιο».  

Επιείκεια είναι η εν τη πράξει υποταγή του ανθρώπου στο δίκαιο.

Επιείκεια είναι η απώθηση του άδικου.

Επιείκεια είναι η εύλογη (ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ) κρίση.

Η πιο πάνω Αριστοτέλεια ρήση εδώ και τρείς χιλιάδες χρόνια κατευθύνει την δικαιοσύνη της ανθρωπότητας.

Ας προχωρήσουμε όμως πιό απλά, αλλά πάντα μέσα σε φιλοσοφικό και νομικό πλαίσιο με σκοπό να κατανοήσουμε την σκέψη του Αριστοτέλη για την επιείκεια.

Κατ΄αρχάς, πόσοι εκ των μελών της ομάδας των ανθρώπων και των πολιτισμών ανά την ιστορία της ανθρωπότητας μπόρεσαν αυτή την υπέρτατη θεωρία να την κάνουν πράξη σε απόλυτο βαθμό;

Δύο ήταν οι Τιτάνες των οποίων η γιγαντοσύνη καταγράφηκε ως σύμβολο της εν τη πράξει ανθρώπινης υποταγής στο δίκαιο:

–  Ο Προμηθέαςαρνήθηκε να εκτελέσει τις άδικες εντολές του Διός να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, αλλά υπάκουσε (υποτάχτηκε) στο δίκαιο με αποτέλεσμα να καταλήξει δεσμώτης στον Καύκασο.

– Η Αντιγόνη αρνήθηκε να υπακούσει τις άδικες εντολές του θείου της βασιλιά Κρέοντα να μήν θάψει τον νεκρό αδελφό της, υπακούοντας (υποτασσόμενη) στο δίκαιο με τιμωρία να θάψουν ζωντανή την ίδια.

Τί ήταν αυτές οι πράξεις απώθησης του άδικου; Ήταν η απόλυτη πίστη στο δίκαιο. Ήταν η απόλυτη καταδίκη του άδικου.

Ήταν «ως εικός», «εικότως» (ως αρμόζει/αρμόζουσες) πράξεις δικαίου.

Η επιείκεια είναι σύνθετη λέξη επί και εικός=επιείκεια.

Ο ακριβής ερμηνευτικός προσδιορισμός της λέξης επιείκεια και του επιρρηματικού  τύπου «επιεικώς» αποκαλύπτεται εννοιολογικά από την ετυμολογική ανάλυση της λέξης, ήτοι μέσα από την πρόθεση -επί- και τον βασικό τύπο/λήμμα  «εικός»/επίρρημα «εικότως», δηλαδή το  εύλογο.

Επομένως επιείκεια δεν είναι η ηπιότητα, ούτε η χαλαρότητα ούτε η κατά χάρη/ή κατά χαριστικό τρόπο κρίση του τύπου «άστο να πάει και μεν το ξανακάμεις», αλλά κάτι χίλιες φορές ανώτερο:  

είναι η εύ-λογη και όντως αρμόζουσα κρίση «ως το εικός» ή «εικότως», δηλαδή η εύλογη/ η αρμόζουσα/ η ως αρμόζουσα/ η εξισορροπημένη κρίση/η ισότητα/η δικαιϊκή/ η αντικειμενικά σωστή υπό τις περιστάσεις ισορροπία στην απόδοση του δικαίου.

Άρα επιείκεια είναι η επίτευξη της δικαιϊκής πληρότητας!

Πιο κάτω μάλιστα θα δούμε ότι η επιείκεια φτάνει σε σημείο ακόμη να «παρανομήσει» καθ’ υπέρβαση του νόμου προκειμένου να εφαρμοστεί το πραγματικά δίκαιο. 

Προσοχή:

Να μην κάνουμε ποτέ το νομικό λάθος να θεωρήσουμε ότι η επιείκεια είναι δικαστική αντιμετώπιση μόνο προς τα κάτω με την έννοια της επιβολής χαμηλότερης/χαλαρότερης/ηπιότερης ποινής ως κατά μοναδικό τρόπο συνάδουσας με τον κρινόμενο, αλλά εξ ίσου και κατ΄αναλογία (ως προς τις περιστάσεις) δρα και προς τα άνω αν αυτό επιβάλλει η εικότης και αναζητεί η ευλογότητα, διότι το ζητούμενο είναι το εύλογο και όχι το χαλαρότερο ή το ηπιότερο.

Επομένως η διαταγή δικαίου «εύλογο» (ευ-λόγος = κατά καλό λόγο) μπορεί να οδηγεί την δικαστική σκέψη και προς τα άνω ήτοι και ως προς το αυστηρότερο.

Να εξηγήσουμε ότι το προς τα άνω ασφαλώς και δεν σημαίνει ποινή ανώτερη από αυτή που ο νόμος προβλέπει. Αυτό απαγορεύεται από την βασική αρχή του ποινικού δικαίου «nullum crimen nullal poene sine lege» δηλαδή «κανένα έγκλημα καμιά ποινή χωρίς νόμο». Άρα υπάρχει ο ποινικός νόμος που προβλέπει για το κάθε αδίκημα την συγκεκριμένη ποινή και το συγκεκριμένο μέγεθος της. Επομένως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιβληθεί από τον δικαστή ποινή ανώτερη από την προβλεπόμενη.

Άρα η προς «τα άνω ποινή» ως κατ’ αυστηρότητα εύλογη, έχει την έννοια ότι ο καταδικασθείς σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα τύχει όλων των σχετικών ελαφρυντικών και νομικών ευεργετημάτων, μειωμένης ποινής (από την προβλεπόμενη), «δεύτερης ευκαιρίας», αναστολής εκτέλεσης, ήπιων όρων εκτέλεσης ποινής, κλήση να εμφανισθεί αργότερα για επιβολή ποινής κ.λ.π.

Καταλήγουμε συνεπώς ότι η προς το αυστηρότερο αντιμετώπιση δρα αντιδιασταλτικά και κατ’ αντιπαράθεση με το «ηπιότερο» έχοντα κατά συνέπεια την απώλεια για τον καταδικασθέντα προς όφελος σε μέρος ή στην ολότητα τις καλές γι’ αυτόν «πιστωτικές μονάδες» και τα προς της ηπιότερη αντιμετώπιση του νομικά ωφελήματα, αλλά και την συμπάθεια και κατανόηση του δικαστηρίου  προς αυτόν και άρα θα τιμωρηθεί στον ανώτατο (ανάλογα) προβλεπόμενο βαθμό.

Να σημειώσουμε ακόμη ότι τα πιο πάνω τα οποία μόλις καταγράψαμε ήταν με την σκέψη και προσοχή μας επικεντρωμένη στον σκληρό αγώνα που διεξάγεται στην αρένα του ποινικού δικαίου όμως, κατ’ αναλογία ναι – πάντοτε βέβαια με οδηγό την διακριτική ευχέρεια και σοφή κρίση του δικαστού – ισχύουν και στην αρένα του αστικού δικαίου, εννοείται μέσα στα αστικού «περιβάλλοντος» και σκέψης, μέτρα και σταθμά, χαρακτηριστικά, ισορροπίες,  κανόνες απόδειξης κ.λ.π.    

Το δικό μας επίρρημα εικότως οι Εγγλέζοι το λένε equity -ικκούϊτι. Ο νομικός  όρος Εquity, είναι και αυτό ένα απειροελάχιστο μέρος του ποσοστού 60% των Ελληνικών λέξεων στην Αγγλική γλώσσα. Η λέξη αυτή κατάγεται από το «εικός», «το εικός», «ως εικώς» και το προσδιοριστικό επίρρημα «εικότως» δηλαδή εύλογα, ευλόγως, φυσικά, ισορροπημένα, αρμόζοντα, ευρισκόμενα κάπου στην μέση,  εξ ού και η χώρα της Λατινικής Αμερικής με το Ελληνικό όνομα Ισημερινός (ιση-μέρ/α/ία) καλείται ως Equator, δηλαδή ευρισκόμενη αυτή η χώρα (εικότως) και ισορροπημένα στην μέση της υδρογείου, δηλαδή ακριβώς πάνω στον μεσημβρινό κύκλο μεταξύ των εγγύτατων ορίων Βορείου και  Νοτίου ημισφαιρίου.

Ο πατέρας της επιείκειας Αριστοτέλης  με βιβλία του «Ηθικά Νικομάχεια» (τιμής ένεκεν στον Νικόμαχο πατέρας του και Νικόμαχο γιό του) είναι καθ’ ημάς ο δεύτερος μετά την Θέμιδα «Θεός» της δικαιοσύνης και για λόγους τάξης ασφαλέστατα καταγράφουμε και τον τρίτο «Θεό» της δικαιοσύνης τον Πλάτωνα με τους «Νόμους» και την «Πολιτεία».

Κατά τον Αριστοτέλη η επιείκεια είναι η υπέρτατη περί το δίκαιον ιδέα.

Ο Αριστοτέλης υπήρξε το μοναδικό μέλος του ανθρωπίνου γένους το οποίο ήταν παν-επιστήμων κατέχονταςΟΛΕΣ τις επιστήμες. Επομένως δεν μπορεί να έχει «τυχαίες» απόψεις ένας Αριστοτέλης. Ο πανεπιστήμων αποδίδει τεράστια σημασία στην επιείκεια. Την θεωρεί ύψιστο δώρο του ανθρώπινου πνεύματος προς την ανθρωπότητα.

Τονίζοντας την απόλυτα υψηλή πνευματική και δικαιϊκή αξία της λέγει ότι: επιείκεια και δικαιοσύνη είναι το ένα και το αυτό. Μολονότι και τα δύο είναι σπουδαία όμως η επιείκεια είναι ανωτέρα!

Στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η επιείκεια είναι υπέρτατη περί το δίκαιον ιδέα: το γαρ επιεικές δοκεί δίκαιον είναι, εστίν δε επιεικές το παρά τον νόμον γεγραμμένον δίκαιον.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τις τρείς λέξεις της ανωτέρω ρήσης «παρά τον νόμον» θεωρούμε ότι με τόλμη καθορίζουν ξεκάθαρα την έννοια και νομική αποστολή της επιείκειας προς τον άνθρωπο: επιεικές είναι το δίκαιο εκείνο το οποίο καθ’ υπέρβαση/παρά την ύπαρξη του νόμου/ και κατ’ αντίθεση του νόμου, βρίσκεται πάνω από τον νόμο ο οποίος είναι διατυπωμένος στο (γεγραμμένο) γραπτό δίκαιο νοουμένου βεβαίως ότι ναι έτσι είναι το δίκαιο, αυτό είναι το σωστό και όχι ότι επειδή έτσι μας συμφέρει.

Ιστορικά παραδείγματα άσκησης της εύλογης και αληθινής δικαστικής κρίσης μέσα από την καθοδήγηση της υψηλής θεωρίας της επιείκειας:

  • Όταν ο Θησέας σκότωσε τουςδιεκδικητές του Βασιλείου των Αθηνών, τους Παλλαντίδες, δηλαδή τον πατέρα Πάλλαντα και πολλούς εκ των πενήντα υιών του, όλους γνωστούς στην Αθήνα ως Παλλαντίδες, καθώς και τους «διάσημους» ληστές της εποχής, Σκείρωνα και Σίνιο, το «Δελφίνιο» δικαστήριο εφάρμοσε την επιείκεια (δηλαδή την εύλογη και πραγματική κρίση) στην δίκη του Θησέα. Δηλαδή το Δελφίνιο αθώωσε τον Θησέα με το καταληκτικό δικανικό σκεπτικό  ότι: « οι φόνοι διεπράχθησαν επ’ αγαθώ όλων των πολιτών».
  • Όταν η διασημότερη ιερόδουλη των Αθηνών Φρύνη, περί το 330 π.Χ. κατηγορήθη από τον Ευθίαν (υστερόβουλα επειδή τον απέρριψε) ότι πρόσβαλε τα Ελεσίνια μυστήρια και η προβλεπόμενη ποινή ήταν η θανατική προσέλαβε τον διασημότερο ρήτορα της εποχής ως συν-ήγορο της (δικηγόρο) τον Υπερείδη για να την υπερασπίσει ως κατηγορούμενη στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Όταν ο Υπερείδης στην πορεία της δίκης αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει την δίκη και η Φρύνη θα καταδικάζετο σε θάνατο, τότε ανέσυρε εντός του δικαστηρίου το πέπλο της Φρύνης. Όταν οι «Ηλιαστές» δικαστές, αντίκρισαν την καλλονή εταίρα Φρύνη, χωρίς πέπλο, τόσο πολύ αποθαύμασαν το εκθαμβωτικό γυμνό της κάλλος, ώστε θεώρησαν ότι η «έκπαγλος» ωραιότητα της Φρύνης είναι χαρισματική εύνοια σταλμένη από τους Θεούς προς τους ανθρώπους και επομένως δεν θα μπορούσαν να καταδικάσουν ένα τέτοιο πλάσμα,διότι αυτό θα ήταν ασέβεια προς τους Θεούς και αχαριστία προς την ευμένεια που έδειξαν στέλλοντας την Φρύνη, προς τους ανθρώπους και αθωώνοντας έτσι την Φρύνη παμψηφεί.

Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι εκρίθησαν επι-εικώς δηλαδή «επί το εικός/ως το εικός» ήτοι επί το εύλογον ή «ως εικώς» (επιρρηματικά) δηλαδή ως ευλόγως. 

Σημερινά παραδείγματα: Αν και περνά απαρατήρητο ακόμη και από εμάς τους δικηγόρους θα πρέπει να καταγράψουμε μια εξ επιεικείας εντυπωσιακή νίκη της δικαιοσύνη μας:

Όταν ο δικαστής χωρίς εξηγήσεις του τύπου «αθωώνεται ή απαλλάσσεται» (άρα θεωρώντας μεν ότι είναι όντως ένοχος) λέει όμως στον κατηγορούμενο «καμία ποινή», αυτό τί είναι; Μήπως διότι κατείχε προς όφελος του ο κατηγορούμενος πολλά μέχρι άπειρα μετριαστικά της ποινής στοιχεία και πολλούς μετριαστικούς λόγους; Όχι δεν ήταν αυτό, διότι ο νόμος μπορεί για ποινικά αδικήματα να προβλέπει πρόστιμο ή φυλάκιση ή και τα δύο μαζί. Άρα αν ο δικαστής επιβάλει έστω και ένα πολύ – πολύ μικρό πρόστιμο ή φυλάκιση έστω με αναστολή, τότε αυτό θα ήταν απλά η δικαστική ανταπόκριση στους έστω πολλούς και σοβαρούς μετριαστικούς της ποινής λόγους. Όμως παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει απρόσωπα ποινή φυλάκισης «μέχρι» (μέγιστη) ή πρόστιμο «μέχρι» ή «και τα δύο» εν τούτοις μέσα από εξ επιεικείας «παράβαση» του νόμου δεν επεβλήθη από τον δικαστή καμία ποινή!

Επομένως η κατάληξη του δικαστού ότι «δεν επιβάλλεται καμία ποινή» είναι εκ του δικαίου εύλογη παράκαμψη του νόμου ο οποίος «λέγει άλλα» διότι αυτό έπρεπε να γίνει για λόγους δικαιοσύνης. Δεν είναι όμως αυτό η ως εικός/εικότως δηλαδή ως το εύλογο/ευλόγως/πραγματικά εύλογη άσκηση της δικαιοσύνης;  Επομένως η επιείκεια είναι, ο ζωηρός υπερασπιστής του δικαίου, είναι ο θρίαμβος της εύλογα σωστής απόδοσης της δικαιοσύνης.

Άρα η επιείκεια δεν είναι ούτε κάτι φιλοσοφικά απλό, ούτε και κάτι νομικά ήσσωνος σημασίας. Πρόκειται για τεράστιο τόλμημα δικαίου ως οδηγού για την καταληκτική δικαστική κρίση, έτσι ώστε να εφαρμόζεται το αληθές και το πραγματικό δίκαιο. Πότε πρέπει αυτό να συμβαίνει; Όταν οι ανερχόμενες στην επιφάνεια βαθιές και αληθινές συνθήκες και περιστατικά επιτάσσουν την εφαρμογή του πραγματικού δικαίου και όχι του δικαίου εκείνου που απλά υποβάλλει η μηχανική απροσωπία και επιβάλλει η ισοπεδωτική ισχύς του νόμου.

Είναι επομένως επιείκεια η εύλογη δικαστική παρεκτροπή ακόμη και κατ’ αντίθεση από τους συλλήβδην γεγραμμένους νόμους.

Δηλαδή ο εμπνευστής και γονικός δημιουργός της επιείκειας, ο Αριστοτέλης διέκρινε κατά διαχωρισμό την απρόσωπη και πιθανή αδυναμία, τις μή προβλέψεις, τα κενά και τις αδικίες του γραπτού/θετού δικαίου ως προερχόμενα όλα αυτά από την ατελή ανθρώπινη σκέψη ή την πολιτικοκοινωνική προκατάληψη ή επί τούτω και επί αλλοτρίω σκοπώ ή επί συμφέροντι ή ως εξ εξουσιαστικής επιβολής αιτίας βάζοντας έτσι μπροστά στα γεγονότα και μπροστά στους νόμους την προστατευτική για τον άνθρωπο ασπίδα ασφαλείας της επιείκειας ωσάν εξ αντικοπής Θεία υπερασπιστική ένσταση.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφέστατος και ασταμάτητος στην υψηλή ιδέα του «εικότως»   και τολμηρά  επιμένοντας στο εύλογο και εξισορροπημένο μέτρο κατά την άσκηση της δικαιοσύνης δεν παραλείπει την παραμικρή λεπτομέρεια αποδίδοντας ακόμη περισσότερη αξία και εμπλουτίζοντας ακόμη πιο πολύ την σημασία της πραγματικής επιείκειας δίδει στην ανθρωπότητα την απόλυτη ρήση: Κρείττων του δικαίου το επιεικές! (Ισχυρότερον από το δίκαιο η επιείκεια).

Στην νεώτερη επιστημονική νομική θεωρία, επιείκεια σημαίνει την δικαιϊκή εξ-ισορρόπιση της συγκρουσιακής αντιπαλότητας του άτεγκτου και απρόσωπου θετού δικαίου, με την αλήθεια και το αλάνθαστο πνεύμα του ανθρώπινου προσώπου του φυσικού δικαίου. Δηλαδή με πολύ απλά λόγια η επιείκεια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προωθεί καθοδηγητικά την απόδοση της δικαιοσύνης με τέτοιο κατάλληλο τρόπο ώστε η απροσωπία του γράμματος του νόμου την ώρα της δικαστικής κρίσης να μην καταλήγει ισοπεδωτική -άρα άδικη- αλλά ομαλά και ομού να συνταξιδεύει αρμονικά με τα γεγονότα και με τις συγκεκριμένες πραγματικές και εξατομικευμένες περιστάσεις των κρινομένων προσώπων αλλά και των συνδεομένων γεγονότων, έτσι ώστε ο δικαστής πραγματικά να απονείμει το δίκαιον στην ζωντανή διάσταση. Πρόκειται επομένως για δύσκολο καθήκον (ούτως ή άλλως το καθήκον του δικαστού ποτέ δεν ήταν εύκολο) αφού καλείται από τον πατέρα της επιείκειας Αριστοτέλη, να καταστεί ο δικαστής έμψυχον δίκαιον μέσα από την εφαρμοστική άσκηση της ιδέας της επιείκειας.

Ας δούμε μερικές γεννώμενες ερωτήσεις οι οποίες μέσα από τις απαντήσεις τους θα μας βοηθήσουν:

– ποιός  είναι ο νομικοφιλοσοφικός γνώμονας ο οποίος ως άγραφος νόμος θα καθοδηγεί την σκέψη και την κρίση του δικαστού στην απόδοση αυτής της τιτάνιας ιδέας η οποία λέγεται επιείκεια;

  • Το Φυσικό δίκαιο.   (Ως ιδέα)

–  ποιά η πηγή των ιδεών της επιείκειας; Και διαδικαστικά ποιά και πού θα στηρίζεται εκείνη η μέθοδος και ποιά η ακολουθητέα εν γένει μεθοδολογία για την επίτευξη του ευγενούς οράματος της επιείκειας;

  • Το εικός. (Ως προς τα γεγονότα και το πρόσωπο του κρινόμενου)

–  ποιό όμως το ενδότερο δικαϊικό γενεσιουργό υπόβαθρο, στήριξης της εξ επιεικείας εκδιδομένης δικαστικής απόφασης;

  • H αίσθηση δικαίου. (Στην σκέψη του δικαστού)

Επανερχόμενοι τώρα στα καθ’ ημάς για την επιείκεια εν Κύπρω, σε συνάρτηση με την ιστορία:

Άρα για ποιά εύλογη και εξ εικότως προελθούσα κρίση, για ποιο ικκούϊτι και για ποιάν «ικκουίτικη» ιδέα (επιείκεια) μας μιλά το κοινοδίκαιο και το οποίο ο περί δικαστηρίων νόμος μας αρ. 14/1960 υιοθετεί;

Μήπως το 1957επειδή έτσι τους συνέφερε, σύγχυσαντην επιείκεια με το άτεγκτο θετό δίκαιο, ή μήπως και οι εξ υπαρχής οι συγγράψαντες στοιχεία «ικκουϊτι» Εγγλέζοι, χαμένοι στην μετάφραση από την Ελληνική γλώσσα αντ-έγραψαν άλλα αντ’ άλλων στην διατύπωση του νομικού πνεύματος ενός Αριστοτέλη;

Μήπως δεν μελέτησαν επαρκώς ή δεν αντιλήφθησαν καλώς το βάθος της σκέψης και το νόημα των ιδεών του Αριστοτέλη στο πέμπτο βιβλίο, κεφάλαιο 14ον, των Ηθικών Νικομαχείων όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι: «η επιείκεια σχετίζεται με το δίκαιον διότι ο επιεικής αποφεύγει την άσκηση μικρόψυχου δικαιοσύνης προς βλάβην των άλλων υποχωρώντας απέναντι των αξιώσεων των αν και έχει την βοήθεια των νόμων». Μήπως τελούν σε σύγχυση;

Μα αν υπήρχαν όντως, έστω και μικρά ψήγματα της πραγματικής έννοιας της… ιδέας της επιεικείας, δηλαδή της εικότητας (ευλογότητας), της ισότητας, της δικαιϊκής πληρότητας και της νομικοηθικής ισορροπίας, θα καταδικαζόταν ποτέ ο Παλληκαρίδης (ηλικίας 18 ετών) από το παράνομο κατοχικό «ειδικό» ψευδοδικαστήριο Λευκωσίας, στις 25/2/1957, στην (ψευδο)ποινική υπόθεση 666/57 σε θάνατο, για μεταφορά πάνω σε γαϊδούρι (το Εγγλέζικο «Λαντρόβερ» με σβηστά τα φώτα στην καμπή του δρόμου, άγγιξε το γαϊδούρι) οπλοπολυβόλου «Μπρεν» 0.303΄΄ χιλ. σε μή λειτουργήσιμη την στιγμή εκείνη κατάσταση, διότι ήταν μέσα στα γράσα και έχοντας κενή την γεμιστήρα του όπλου και με τον ψευδοδικαστή B.V.Shaw,να λέει καταληκτικά στην μονοσέλιδη(;) κατόπιν παραδοχής «απόφαση»:  «Είθε ο Θεός να φανεί ίλεως σε σένα»;

Η απόφαση αυτή ήταν κάθετα αντίθετη προς τις επιταγές  του Αριστοτέλη ως άσκηση «μικρόψυχου δικαιοσύνης προς βλάβην των άλλων» και ως «μη υποχωρήσασα απέναντι των αξιώσεων των άλλων (εννοείται μή κάνοντας υποχώρηση έναντι του Παλληκαρίδη) αν και είχαν την βοήθεια των νόμων».

Ήταν καθ΄ημάς, νομικό έκτρωμα στην νεώτερη ιστορία του δικαίου και η ως άνω μια κόλλα 666/57, μόνο στα σκουπίδια της δικαιοσύνης μπορεί να έχει θέση. Απ’ ότι ξέρουμε όμως πρέπει να υπάρχει η κατάπτυστη κόλλα αυτή στο πρωτοκολλητείο του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας της δημοκρατίας της Κύπρου, η οποία δημοκρατία ιδρύθηκε ως ελεύθερο κράτος και με το ποτισμένο με αίμα Σπαρτιατικό λάβαρο της συμβολής του τιτάνα ήρωα της Ελληνικής ιστορίας δεκαοκτάχρονου παγκόσμιας ακτινοβολίας και αναφοράς Ευαγόρα Παλληκαρίδη εκ Τσάδας Πάφου.

Μέσω της ιστορίας προς τον κάθε πατριώτη νομικό, δηλαδή προς όλους: Φανταστήκατε να εφεσιβάλλετο από τους δικηγόρους του Παλληκαρίδη, Φ. Κληρίδη και Λ. Δημητριάδη η πρωτόδικη καταδίκη και να αποτελούσε επομένως κοινοδικαιϊκό προηγούμενο ως εκ δευτέρου κριθείσα υπόθεση; Ας μην το φέρνουμε καν στην σκέψη μας. 

Δεύτερο εξωφρενικό θέμα προς τους νομικούς μας για προβληματισμό – ας δούμε μαζί αυτό τον φρικτό νομικό συλλογισμό του διαδόχου σχήματος:

Επειδή με βάση τον περί δικαστηρίων νόμο 14/1960 της δημοκρατίας της Κύπρου  άρθρο 29(1)(ε) οι νόμοι του Ην. Βασιλείου της Μ. Βρετανίας  και της Β. Ιρλανδίας οι οποίοι είχαν εφαρμογή στην Κύπρο την αμέσως προηγούμενη μέρα προ της ανεξαρτησίας θα εφαρμόζονται «εν τη ασκήσει της πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας εκάστου δικαστηρίου» δηλαδή κατά συνέπεια τα δικαστήρια μας δυστυχώς μέχρι και σήμερα εκ μεταφοράς ή εξ υιοθεσίας των διατάξεων  εφαρμόζουν τους προϋπάρξαντες κατοχικούς νόμους(«Καπς» κ.λ.π.) επομένως ΔΕΝ είναι παράλογο να λεχθεί ότι τα κατοχικά δικαστήρια εκείνα, ήταν προηγηθέντα των δικών μας, (πρόγονοι μας; μα είναι τραγικό! Ήταν πρόγονοι ημών των Ελλήνων αυτοί που καταδίκαζαν σε θάνατο, τους ήρωες μας που κατέστησαν εμάς ελεύθερους ; – ! ) αφού ως κατά ακολουθία και κατά συνέχεια υιοθετηθήκαν και εφαρμόστηκαν οι τακτικές και οι νόμοι τους από τα δικά μας δικαστήρια;

Ω Θέμις, μήπως πρόκειται για τραγικό δράμα του Αισχύλου;

Δηλαδή τα σημερινά δικαστήρια μας (και) με το άρθρο 29 αποτελούν διάδοχο σχήμα και αδιάλειπτη συνέχεια ως τα ίδια με τα προηγηθέντα τότε κατοχικά Εγγλέζικα δικαστήρια; Είναι τραγικό! Πρόκειται για σκηνές αρχαίας τραγωδίας και δή εις άτεχνον μή «έμμετρον λόγον»:

Δηλαδή δρούν ως κατά διαδοχήν εφαρμοστές κοινών νόμων, άρα δυστυχώς και ταυτόνομα!

Τίθεται επομένως το ερώτημα: μπορεί να θεωρηθεί (έστω και μέσα από βρυκολακιασμένα νομικά) ότι τα σημερινά πρωτοβάθμια μας δικαστήρια αποτελώντας συνέχεια των Εγγλέζικων (μέχρι και τα κτίρια)  δέχονται ως διάδοχοι αυτών κληρονομικά «πειστική» μέχρι σήμερα και «σεβαστή» την εκδοθείσα στις 25/2/1957 «ομοβάθμια» 666/57; Μήπως με βάση τις (κανονικές) αρχές δικαίου υπάρχει μέσα στην κατ΄ εξακολούθηση ροή της πρωτόδικη άσκησης των λειτουργιών των δικαστηρίων μας ως αδιάλειπτα ζώσα στον ιμάντα παραγωγής της δικαιοσύνης με συνεχιζόμενη «ισχυρή» και ακόμη πιο «ισχυροποιημένη» μάλιστα ισχύ, ως μή εφεσιβληθείσα η 666/57 και η οποία κάθε φορά που ο ιμάντας παραγωγής καλύπτει τον κύκλο έρχεται και περνά από μπροστά μας;

Έτερο νομικό αυτοκτονικό σκεπτικό – η ψευδο-ποινική υπόθεση 666/57 του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας, αποτελεί μέρος ως ούσα εντός του περιεχομένου της πρώτου βαθμού αδιάλειπτης αλυσίδας της ομοιόμορφης άσκησης του δικαίου των επαρχιακών δικαστηρίων μας;

Αν αυτό ισχύει(αυστηρά νομικά ομιλούντες δυστυχώς ναι, ισχύει) τότε δεν θα πρέπει να κλείσουμε νομικές σχολές αφού φαίνεται ότι τα «αυστηρά» νομικά τα οποία διδάσκονται στις νομικές σχολές θα μας φέρουν σε σύγκρουση με την Αριστοτέλεια σκέψη, αλλά και για να αποφύγουμε τυχόν «με τον νόμο» επανάληψη αυτού του θλιβερού του γεγονότος; 

Συνάμα όμως αυτό δεν θα έπρεπε να τελειώσει με ένα απλά αυτοκτονικό δικαιϊκό επεισόδιο, αλλά θα έπρεπε να κλείσουν από ντροπή προς την δικαιοσύνη και στους εαυτούς τους δικαστήρια και δικηγορικοί σύλλογοι και όλα τα μέλη μαζικά να καταφύγουν σε ασκητικά μοναστήρια πνευματικής περισυλλογής για αναζήτηση της μετάνοιας για το πώς (τα όσα μέχρι τώρα χρόνια) ιστορικά «απερίσκεπτα» υπηρετούσαμε το δίκαιο.

Επομένως δεν θα έπρεπε η ελεύθερη δημοκρατία της Κύπρου το 1960 αντί με αχαριστία και προσβλητικά να υιοθετεί, να ΔΙΑΓΡΑΨΕΙ τις κατοχικές οντότητες κρατικής μορφής, αν όχι από αυτοσεβασμό στην δική της υπερήφανη ύπαρξη και των υπερήφανων της ανθρώπων οι οποίοι την δημιούργησαν, τουλάχιστον από εθνική και ιστορική υποχρέωση σ’ αυτούς που καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό και ειδικά για το νεαρότερο παιδί από τα ψευδοδικαστήρια αυτά; 

Όμως η σκέψη είναι ελεύθερη και οι συλλογισμοί προχωρούν.

Αφού ακόμη και μια απλή δικαιοπραξία, όταν κηρυχθεί δικαστικά άκυρη, τότε όλα όσα παρήξε είναι επίσης άκυρα και εκ του νόμου ανακλητέα ως ουδέποτε νομίμως υπάρξαντα, τότε αυτό δεν έπρεπε να εφαρμοστεί με «χίλια» και στην περίπτωση που εξετάζουμε;

Επομένως, τα αποτελέσματα αυτής της παράνομης Εγγλέζικης κατοχικής κατάστασης, η οποία μάστιζε έναν ολόκληρο λαό για 81 χρόνια (ιστορικά ήταν χίλιες φορές χειρότερη και στυγνότερη από τα 307 της σχετικά «ήπιας» προς τους προγόνους μας Οθωμανικής κατοχής) και η οποία παράνομη κατάσταση συνετρίβει και ανετράπη μέσα από επιτυχέστατο ανορθόδοξο επαναστατικό πόλεμο 55-59, δεν θα έπρεπε η νέα νόμιμη πολιτική εξουσία καθηκόντως να τα εξοβελίσει, να τα ανατρέψει, ανακαλέσει και νομικά να διαγράψει όλα όσα παρανόμως παρήχθησαν από τον δυνάστη αποικιοκράτη αντί δουλικά και με σύνδρομο κατωτερότητας να τα υιοθετεί; Αν όχι, τότε το πρόβλημα το έχει η νέα πολιτική κατάσταση τελούσα νομικοπολιτικά αυτοανατραπέα ή και ως ηθικά αυτοανατραπείσα στα μάτια και στις ψυχές των πολιτών της.

Αν η 666/57 ήταν συμβατή όντως με τους βασικούς έστω κανόνες της επιεικείας (ευλογότητας) ή ακόμη και με τους έστω εξεζητημένους κανόνες που ισχύουν ακόμη και για τους  σκληρούς εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου ως μετριαστικοί λόγοι – κάτι δεύτερες και τρίτες  ευκαιρίες, κάτι χάρες, κάτι υποσχέσεις, κάτι για πραγματική, αγνή και έμπρακτη μεταμέλεια, αντίληψη  και  αναγνώριση του μεγέθους του αδικήματος, κάτι αναστολές και εγγυήσεις  –  δεν θα ήταν αυτό το αποτέλεσμα.

Να ζητήσουμε και από πάνω συγγνώμη μέσω της ιστορίας διότι ο «δικαστής» ήταν ξένος κατακτητής στην Κύπρο, ΑΡΑ ΜΗ ΦΥΣΙΚΟΣ δικαστής με καταγωγή την κατοχική χώρα έξι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την έκπαγλου ομορφιάς νήσον Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο και όντας παράνομος εκπρόσωπος του κατακτητή, τελούσε σε νομική και πραγματική πλάνη, μή αντιλαμβανόμενος ότι δεν δίκαζε από κάποια δικαστική έδρα στο δικαστήριο του Μπέρμικχαμ ή του Λάνκαστερένα παιδί 18 ετών τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Ο Εγγλέζος αυτός ήταν σε ξένη γι΄αυτόν χώρα.

Όμως ο Παληκαρίδης δεν ήταν σε ξένη χώρα,παρά στο σπίτι του πολεμώντας για την λευτεριά του τόπου του τον κατακτητή, άρα εδώ έχουμε νομική αβαρία: «εν εκατάλαβεν ο δικαστής»,  όπως ακριβώς λέμε «ένεκατάλαβεν ο γιατρός», αφού ο Εγγλέζος, αντί να αυτοαπεκδυθεί ποινικής και ιστορικής δικαστικής αρμοδιότητας, παρέμεινε στην έδρα και έκρινε και από πάνω ότι ο Παλληκαρίδης ήταν «πιό μεγάλος εγκληματίας» και από τους κοινούς εγκληματίες, ήταν «ττέρροριστ» – άρα δεν του άξιζε τίποτε.

Μα οι έξι χιλιάδες χιλιόμετρα εξακολουθούν ασταμάτητα να είναι έξι χιλιάδες για τον Εγγλέζο, όμως ο Παλληκαρίδης ήταν από την Τσάδα Πάφου, ήταν στην χώρα του και στο χωριό του, ήταν σε λημέρι αρματωλών στην Λυσό Πάφου και εξορμώντας από αυτό έκανε το πιό αυτονόητο και το πιό ιερό πράγμα στον κόσμο: πολεμούσε να διώξει αυτούς που τον σκλάβωσαν αυτόν και το χωριό του. Όμως κατά τους Εγγλέζους ήταν «ττέρροριστ», δηλαδή τα ίσια ανάποδα όπως λένε στο χωριό μου: μα ποιοί ήταν οι «ττέροριστ»; 

Ω Νέμεσις τον αδικήσαντα τιμωρός δύναμη πλήττουσα, απόνειμε  όνειδος:

μα ήταν οι για τρείς χιλιάδες χρόνια Αχαιοί, Αρκάδες και Αργείοι απόγονοι του Τεύκρου, του Πράξανδρου και του Ευαγόρα κάτοικοι της νήσου Κύπρου οι τρομοκράτες ή μήπως οι μετά από 687 χρόνια(από το 1191) μετα- ριχάρδιοιεπανακατακτητές του 1878;

Και από τους ντόπιους συνήθεις ύποπτους αν (πιθανόν) λεχθεί «όϊ ήταν εντάξει» ο αποφασίσας «δικαστής», ήταν φυσικός και νόμιμος και όχι παράνομος ψευδοδικαστής για να αποφασίσει ως αποφάσισε (άρα η …απόφαση είναι και αυτή «εντάξει») τότε η ΕΟΚΑ κακώς ανέτρεψε με όπλα την τότε κραυγαλέα εν Κύπρω Βαστίλλη, ήτοι την παράνομη αποικιοκρατική κατάσταση, ή ακόμη με την λογική αυτή δεν θα έπρεπε να την ανατρέψει (αφού ήταν πολύ καλή και νόμιμη γιατί να το κάνει αυτό;) και ούτω κατ’ επέκταση και οι προκύψαντες καρποί της εξ επαναστάσεως ανατροπής, ήτοι η των ανθρώπων μας Δημοκρατία της νήσου Κύπρου δεν υπάρχει, ή δεν πρέπει να υπάρχει, ή είναι ζόμπι και τότε κλείστε την… 

Η (διαζευκτικό) οι συνήθεις ύποπτους μας πούν ακόμη ότι: «ξέρετε η αποικιοκρατία ήταν καλή απλά εν την εκατάλαβεν ο κόσμος εκάμαν μας τζιαί δρόμους τζιαί κτηματολόγιο» !!! Και πάλι μαζεύτηκε πολλή άχρηστη ύλη για τους σκουπιδοτενεκέδες της νομικής και της ιστορίας. Τότε είναι απλό: αφού ήταν καλή και νόμιμη ας «κλείσουν» την δημοκρατία των πολιτών μας και ας επαναφέρουν την αποικιοκρατία να ξανα-περνούμε καλά! Θα μας κάμουν και άλλους δρόμους και άλλα επιπλέον κτηματολόγια!

Θεωρούμε όμως επί πλέον καθήκον μας να παρουσιάσουμε για το θέμα που αναλύουμε και ένα πολύ-πολύ σημαντικό τεκμήριο στοδικαστήριο της ιστορίας:

ιστορικό τεκμήριο «Α» –

τηλεγράφημα ημ. 13/3/1957 με νομικό υπόβαθρο την επίκληση του αγώνα και το μεγαλείο ψυχής του λαού μας, με το οποίο ο λοχίας της αστυνομίας Μιλτής (Μιλτιάδης) Παλλήκαρος (πατέρας του Ευαγόρα) ζητούσε χάρη από κυβερνήτη. Το τηλεγράφημα του Μιλτή Παλλήκαρου από τον Λάρνακα Λαπήθου Κερύνειας (τιμή για τον γράφοντα, ότι ο Λάρνακας Λαπήθου είναι το διπλανό/γειτονικό χωριό, του χωριού του γράφοντος Βασίλεια Κερύνειας) στο λακωνικότατο του περιεχόμενο έφερε συμπυκνωμένο όλο το μεγαλείο ψυχής των Ελλήνων, να αγαπούν τους εχθρούς τους ακόμη και εν καιρώ πολέμου: «αν  δεν χαρίσεις την ζωή του παιδιού μου, να μου δώσεις το άψυχο του κορμί να το θάψω (εννοεί ΟΧΙ στα φυλακισμένα μνήματα) και ο Θεός να δίδει χρόνια στα παιδιά σου. Αν αρνηθείς και τα δύο τότε να έχεις μόνον τας ευχάς του Θεού.

Σημείωση πριν επανέλθουμε: η πιο κάτω αναφορά μας για το κοινοδίκαιο παρά τα όσα θα καταγράψουμε τελεί υπό την τήρηση απόλυτης επιφύλαξης μας ως προ την συνταγματικότητα του άρθρου 29(γ) του νόμου 14/1960. Το άρθρο αυτό είναι αντισυνταγματικό, διότι οι διατάξεις του συγκρούονται με την αυτονόητη και από τα παιδιά του νηπιαγωγείου αρχή, της κυριαρχικά αποκλειστικής αρμοδιότητας παραγωγής νομοθεσίας εκάστου κράτους μόνο από τον εαυτό ήτοι από την βουλή του ίδιου του κράτους και όχι από έτερο ή τρίτο κράτος. Επομένως η ένσταση μας στηρίζεται στο γεγονός ότι η υιοθέτηση του ξένου προς την Κύπρο και τον λαό της  κοινοδικαίου ως τοπική νομοθεσία αποτελεί αντισυνταγματική πράξη, διότι η παραγωγή νομοθεσίας από κάθε ελεύθερο, πολιτικά υπερήφανο και αυτό-κυρίαρχο κράτος γίνεται από την δική του βουλή.

Επανερχόμενοι  στο κοινοδίκαιο – οι νομοθέτες μας το 1960 «ευτυχώς» έκαναν πρόβλεψη για τα όρια εφαρμογής των εννοιών κοινοδίκαιο και επιείκεια (ας είναι – πάλι καλά)  στην χώρα μας. Και λέμε «ευτυχώς» όχι από ιστορική ιδιοτροπία, αλλά διότι σήμερα μπορεί και να μην ψηφίζετο τέτοιος προβλεπτικός/διασφαλιστικός, νόμος αφού ποιός ξέρει πόσο πιεστικές και πόσο αποτελεσματικές θα ήταν εντολές μή ψήφισης από ξένες δυνάμεις και δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης προς τυχόν εθνικά αδύναμους εκπροσώπους μας.

Κάτι ήξεραν πιό πολύ από εμάς (του σήμερα)  ώστε με βάση το άρθρο 29(γ) του περί δικαστηρίων νόμου 14/1960 και κοινοδίκαιο και επιείκια να εφαρμόζονται περιοριστικά και με επιφύλαξη, ΜΟΝΟ εφ΄όσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι με το σύνταγμα. Φρονούμε ότι μάλιστα θα ήταν καλύτερη διατύπωση αν κατεγράφετο  «εφ’ όσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι με το σύνταγμα  ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟΝ». Διότι νομικά, η μή εξειδικευμένα πρόβλεψη του νόμου, σημαίνει ότι το «κομονλό» είναι κάτω μόνο από το σύνταγμα (κακώς) και όχι κάτω και από τον νόμο, άρα άκρως παράνομη κατάσταση αφού όπως είπαμε ενώ είναι επικουρική πηγή δικαίου έναντι του νόμου τώρα δυστυχώς τον παρακάμπτει, γεγονός που ερμηνεύεται ότι θεωρείται νόμος.

Δηλαδή ο νόμος μας έχει ιεραρχικά παραγκωνισθεί ως προς την πραγματική του δύναμη και αποστολή και δεν δεχόμαστε ότι αποτελεί υπεράσπιση το γεγονός ξέρετε μα αφού το σύνταγμα ήδη καθορίζει τις ουσιώδεις αρχές δικαίου και όρων εφαρμογής άρα είμαστε καλυμμένοι. Όχι δεν είμαστε καλυμμένοι και μάλιστα υπάρχει και το πρακτικό ζήτημα: θα τρέχουν οι δικηγόροι να προσβάλουν ξένη κοινοδικαϊική αυθεντία, όχι γιατί αντιβαίνει νόμο, αλλά το σύνταγμα; Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ελλιπής αυτή πρόβλεψη – σοβαρότατη καθ’ ημάς – εγένετο από κάποιους που απλά ήταν λίγα τα νομικά τους (μακάρι να ήταν έστω και έτσι) και όχι ως αποτέλεσμα άλλων υποβολών και άλλων αντεθνικών αιτίων.

Παρά την πιο πάνω επιφύλαξη όμως θεωρούμε την νομοθετική αυτή πρόνοια -έστω-καλή, διότι αν δεν υπήρχε έστω και αυτή η πρόνοια τα ύποπτα ιστορικά και εθνικά εκείνα χρόνια, τότε το κοινοδίκαιο και η επιείκεια θα εφαρμόζονταν αδιάκριτα και μπορεί μέχρι σήμερα εκ της πορείας του χρόνου δουλικάνα το «συνηθίζαμε» (αυτοί δηλαδή που θα το συνήθιζαν ! θα ήταν τραγικό!),

επομένως η πρόνοια αυτή εξασφαλίζει σε ένα βαθμό, την κυριαρχία του κράτους των ευκλεών  ανθρώπων μας, άρα την αξιοπρέπεια μας και την υπερηφάνειας ιστορική ηθελημένη μας απόσταση, έναντι του χτεσινού αποικιοκράτη.   

Επανερχόμενοι

απόφαση όμως, δεν σημαίνει απλά οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική κρίση. Απόφαση δεσμευτική υπάρχει μόνο αν η συγκεκριμένη δικαστική πράξη, φέρει ορατά υλικά στοιχεία και ιδεολογικά χαρακτηριστικά αποφθεγματικού κύρους

Πότε όμως φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά;

όταν μέσα από το εξατομικευτικό της λεκτικό, καταλυτικά επιλύει τεθέν ή προκύψαν στην πορεία νομικό ζήτημα, αποκρυσταλλώνει νομικό κανόνα  ο οποίος εφαρμόστηκε για να δώσει λύση σε συγκεκριμένη περίπτωση (ratiodecidendi) καθορίζει αρχή δικαίου.

Συνεπώς αν μια απόφαση (δευτεροβάθμια) λόγω φύσεως του εξεταζόμενου αντικειμένου κινείται σε επίπεδο «ρουτίνας» απλής λεκτικής αναφοράς μή προσφέροντας κάτι το σημαντικό  ή «νέο» (ως ανωτέρω) μή επίλυσης νομικού ζητήματος, ή καθιέρωσης αρχής  δικαίου τότε ασφαλώς η απόφαση αυτή δεν έχει να προσδώσει καμία ενίσχυση στην φλόγα της δάδας της σχολής φιλοσοφίας του δικαστικού προηγούμενου.

Και η εξής ανακύπτουσα πτυχή: αν το δικαστικό προηγούμενο αποτελούσε ισότιμη πηγή δικαίου με τον νόμο και το έθιμο ως δηλαδή υπαρκτή και ισότιμη δικαιοπαραγωγική πηγή (έστω επικουρικά και έμμεσα) τότε θα οδηγούμασταν σε παρανομία: στην αντίφαση δηλαδή της παρέμβασης της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής. Αυτό όμως το απαγορεύει ρητά η συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. 

Θα ακολουθήσει Μέρος 7.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,